- στέφων
- στέφωput roundpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφών — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» 2. ως ουσ. κορυφή βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. ών (πρβλ. ταφ ών)] … Dictionary of Greek